παραφθαδόν
From LSJ
English (LSJ)
Adv.
A overtaking, c. gen., Opp.H.3.298 : abs., in rivalry, ib.4.97.
German (Pape)
[Seite 506] adv., zuvorkommend, Opp. Hal. 3, 298.
Greek (Liddell-Scott)
παραφθᾰδόν: Ἐπίρρ., προφθαστά, προφθάνων, μετὰ γεν., Ὀππ. Ἁλ. 3. 298.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. (με γεν.) προφθάνοντας, προφθαστά
2. ανταγωνιστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θ. φθαν- του φθάνω + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. υποφθαδόν)].