συνεκβάλλω

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκβάλλω Medium diacritics: συνεκβάλλω Low diacritics: συνεκβάλλω Capitals: ΣΥΝΕΚΒΑΛΛΩ
Transliteration A: synekbállō Transliteration B: synekballō Transliteration C: synekvallo Beta Code: sunekba/llw

English (LSJ)

   A cast out along with, τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας Hdt.3.108; τὸ πνεῦμα μετὰ τῶν φθόγγων Arist.Aud.804b9; of the effects of sneezing, Gal.2.883, Aët.6.97.    2 assist in casting out or expelling, X.HG3.2.13, 6.5.33; Περίανδρον τοῖς ἐπιθεμένοις Periander with the help of the other assailants, Arist.Pol.1304a32.    II intr. of a river, discharge itself together, Ael.NA14.23.

German (Pape)

[Seite 1012] (s. βάλλω), mit od. zugleich herauswerfen, vertreiben; Xen. Hell. 3, 2, 13. 6, 5, 33 u. Folgde; τινί τινα, Pol. 3, 49, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκβάλλω: ἐκβάλλω ὁμοῦ μετά τινος, τίκτουσα γὰρ (ἡ λέαινα) συνεκβάλλει τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας Ἡρόδ. 3. 108· Περίανδρον συνεκβαλὼν τοῖς ἐπιθεμένοις ὁ δῆμος, ἐκβαλὼν τὸν Περίανδρον ὁ δῆμος μετὰ τῶν ἄλλων τῶν ἐπιτεθέντων, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 9· δασεῖαί εἰσι τῶν φωνῶν ὅσαις ἔσωθεν τὸ πνεῦμα εὐθέως συνεκβάλλομεν μετὰ τῶν φθόγγων Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 70. 2) συνεργῶ εἰς ἐκβολὴν ἢ ἔξωσιν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 13., 6. 5, 33, Ἀριστ. Πολιτ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλλω, ἐκρέω, χύνομαι ὁμοῦ μετά τινος, Αἰλ. π. Ζ. 14, 23.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 chasser ou repousser ensemble : τινά τινι une personne avec une autre;
2 aider à repousser, à chasser;
II. intr. se jeter ensemble dans en parl. de fleuves.
Étymologie: σύν, ἐκβάλλω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἐκβάλλω
αποβάλλω κάτι συγχρόνως
νεοελλ.-αρχ.
(αμτβ.) (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι μαζί με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.)
αρχ.
εκδιώκω κάποιον μαζί ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῑν Ἀθήνηθεν», Ξεν.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἐκβάλλω
αποβάλλω κάτι συγχρόνως
νεοελλ.-αρχ.
(αμτβ.) (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι μαζί με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.)
αρχ.
εκδιώκω κάποιον μαζί ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῑν Ἀθήνηθεν», Ξεν.).

Greek Monotonic

συνεκβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
1. βγάζω έξω, εκβάλλω, πετώ έξω, εκδιώκω μαζί με κάποιον, τί τινι, σε Ηρόδ.
2. συμπράττω στην εξαγωγή ή την έξωση, σε Ξεν.