πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
το, Ν
1. σφάγιο, σφαχτό
2. είδος φτυαριού χρησιμοποιούμενο για ανακίνηση τών ξύλων που καίγονται στον κλίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαχτός, -ό + υποκορ. κατάλ. -άρι (πρβλ. θρεφτάρι)].