Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Menander, Monostichoi, 554
Greek (Liddell-Scott)
δεδάασθαι: δέδαε, δεδάηκα, δεδαημένος, ἴδε ἐν λ. *δάω.
French (Bailly abrégé)
v. *δάω.
Spanish (DGE)
v. δαῆναι.
Greek Monotonic
δεδάασθαι: Επικ. Μέσ. ενεστ. του *δάω· -δέδαα, παρακ.
Russian (Dvoretsky)
δεδάασθαι: эп. inf. aor. или pf. med. к *δάω.