ὑπόμωρος
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
ον,
A rather stupid or silly, Luc.Icar.29, Ptol.Tetr.163.
German (Pape)
[Seite 1226] etwas dumm, albern, Erkl. von εὐήθης, Schol. Plat. Rep. VII p. 350; Luc. Icarom. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόμωρος: -ον, ὀλίγον τι μωρός, ἢ εὐήθης, Λουκ. Ἰκαρομ. 29, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 163, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu fou, quelque peu sot.
Étymologie: ὑπό, μωρός.
Greek Monolingual
-ον, Α μωρός
ο κάπως μωρός, κουτούτσικος.
Greek Monotonic
ὑπόμωρος: -ον, κάπως ανόητος ή κουτός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόμωρος: глуповатый Luc.