κεινός

From LSJ
Revision as of 12:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

German (Pape)

[Seite 1412] ion. u. p. = κενός; Il. 4, 181. 11, 118; Pind. Ol. 2, 71. 3, 48; Her. 7, 131. Auch Eur. I. T. 418 κεινᾷ δόξᾳ.

Greek (Liddell-Scott)

κεινός: -ή, -όν, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ κενός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
épq. et ion. c. κενός.

English (Autenrieth)

empty; met., vain, idle, εὔγματα, Od. 22.249.
see κενός.

English (Slater)

κεινός, v. κενεός.

Greek Monolingual

κεινός, -ή, -όν (Α)
ιων. και ποιητ. τ. του κενός.

Greek Monotonic

κεινός: -ή, -όν, Ιων. και ποιητ. αντί κενός.

Russian (Dvoretsky)

κεινός: эп.-ион. = κενός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεινός -ή -όν zie κενός.