νομοδιδάκτης
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
ου, ὁ, = νομοδιδάσκαλος (teacher of the law), Plu. Cat. Ma. 20, Artem. 2.29.
Greek (Liddell-Scott)
νομοδιδάκτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 20.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui enseigne le droit.
Étymologie: νόμος, διδάσκω.
Greek Monolingual
νομοδιδάκτης, ὁ (Α)
νομοδιδάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + διδάσκω.
Greek Monotonic
νομοδῐδάκτης: -ου, ὁ, = το επόμ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
νομοδῐδάκτης: ου ὁ обучающий законам, излагающий законы, правовед Plut.