προσεκδεκτέον
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
(as if from *προσεκδέχομαι) A one must understand a thing in a certain sense besides, Sch.A.R.3.601.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκδεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. ὡς ἐκ ῥήματ. προσεκδέχομαι, πρέπει τις προσέτι νὰ παραδεχθῇ τι ὡς ἔχον οὕτω κτλ., Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 601.