ἀσυγκόμιστος

From LSJ
Revision as of 15:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγκόμιστος Medium diacritics: ἀσυγκόμιστος Low diacritics: ασυγκόμιστος Capitals: ΑΣΥΓΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: asynkómistos Transliteration B: asynkomistos Transliteration C: asygkomistos Beta Code: a)sugko/mistos

English (LSJ)

ον,    A not gathered in, καρπός X.Cyr.1.5.10.

German (Pape)

[Seite 379] ungeerntet, nicht eingebracht, καρπός Xen. Cyr. 1, 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκόμιστος: -ον, ὁ μὴ συγκομισθείς, καρπὸς Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non apporté ensemble, non recueilli.
Étymologie: ἀ, συγκομίζω.

Spanish (DGE)

-ον
no recogido καρπός X.Cyr.1.5.10, cf. PCair.Isidor.77.16 (IV d.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσυγκόμιστος, -ον) συγκομίζω
ο αμάζευτος.

Greek Monotonic

ἀσυγκόμιστος: -ον (συγκομίζω), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγκόμιστος: не свезенный (в одно место), неубранный (καρπός Xen.).

Middle Liddell

συγκομίζω
not gathered in, Xen.