ὀαριστής
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A familiar friend, Μίνως . . Διὸς μεγάλου ὀαριστής Od.19.179, cited by Pl.Min.319d; Πυθαγόρην . . σεμνηγορίης ὀ. Timo57.
German (Pape)
[Seite 288] ὁ, der, mit dem man vertraulich umgeht u. sich unterhält, Genosse, Gesellschafter; Μίνως heißt Od. 19, 179 Διὸς μεγάλου ὀαριστής; Plat. Minos 319 d sagt ὀαριστὴς συνουσιαστής ἐστιν ἐν λόγοις. S. auch Timon bei Plut. Num. 8, Schwätzer.
Greek (Liddell-Scott)
ὀᾰριστής: -οῦ, ὁ, (ὀαρίζω) οἰκεῖος, φίλος, Μίνως ... Διὸς μεγάλου ὀαριστὴς Ὀδ. Τ. 179, πρβλ. Πλάτ. Μίνων 319D· Πυθαγόρην ... σεμνηγορίης ὀαρ. Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 36.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui vit en commerce intime avec, compagnon familier ; p. ext. familier avec.
Étymologie: ὀαρίζω.
English (Autenrieth)
(ὀαρίζω): bosom friend, Od. 19.179†.
Greek Monolingual
ὀαριστής, ὁ (Α) οαρίζω
φίλος με τον οποίο συναναστρέφεται και συνδιαλέγεται κανείς με εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια, συνομιλητής, σύντροφος («Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ὀᾰριστής: -οῦ, ὁ, κοντινός φίλος, οικείος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀᾰριστής: οῦ ὁ собеседник или сотоварищ Hom., Plat., Diog. L.