υπαγόρευση

From LSJ
Revision as of 20:28, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

η / ὑπαγόρευσις, -ορεύσεως, ΝΜΑ ὑπαγορεύω
νεοελλ.
1. απαγγελία κειμένου σε κάποιον ή σε κάποιους, συνήθως σε αργό ρυθμό, προκειμένου να γραφεί ή να επαναληφθεί προφορικά («διαβάζει σε ρυθμό υπαγόρευσης»)
2. παρακίνηση, συμβουλή, νουθεσία («η υπαγόρευση του καθήκοντος τον οδήγησε στο μέτωπο του πολέμου»)
3. (κατ' επέκτ.) προσπάθεια υποβολής ή επιβολής της θέλησης ή μιας άποψης σε κάποιον («δεν δεχόμαστε ξένες υπαγορεύσεις»)
αρχ.
1. προτροπή, εντολή («γνώμῃ καὶ ὑπαγορεύσει Αντιπάτρου», Ιώσ.)
2. εισήγηση, οδηγία («κατὰ τὴν ὑπαγόρευσιν τοῦ θεοῦ», Ιώσ.)
3. έκδοση σε αντίγραφα, που έγινε μετά από απαγγελία κάποιου («ἐν τῇ πρώτῃ ὑπαγορεύσει», Σωκρ.)
4. ιδέα, αντίληψη.