τεχναστέον
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
one must employ subtlety, ὅπως ἂν εὐπορία γένοιτο Arist.Pol.1320a35.
Greek (Liddell-Scott)
τεχναστέον: δεῖ τεχνάζειν, ἴδε τεχνάζω ΙΙ. 1.