ἐπίκρυφος

From LSJ
Revision as of 15:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκρῠφος Medium diacritics: ἐπίκρυφος Low diacritics: επίκρυφος Capitals: ΕΠΙΚΡΥΦΟΣ
Transliteration A: epíkryphos Transliteration B: epikryphos Transliteration C: epikryfos Beta Code: e)pi/krufos

English (LSJ)

ον, unknown, inglorious, οἶμος Pi.O.8.69, Max.21; concealed, πράξεις Plu.Arat.10.

German (Pape)

[Seite 954] verborgen, geheim, οἶμος Pind. Gl. 8, 69. Auch Sp., wie Plut. Arat. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
caché, dissimulé.
Étymologie: ἐπικρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκρῠφος: -ον, κρυπτός, κρύφιος, ἄδοξος, ἐπίκρυφον οἶμον, «ἤγουν ἐν σκότῳ πορείαν˙ ὁ γὰρ νικηθεὶς ἀτίμως πρὸς τὸν οἶκον χωρεῖ διὰ τὴν ἧτταν» (Σχολ.), Πινδ. Ο. 8. 92, Πλουτ. Ἄρατ. 10.

English (Slater)

ἐπίκρῠφος hidden νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμοτέραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον i. e. inglorious (O. 8.69)

Greek Monolingual

ἐπίκρυφος, -ον (Α)
1. κρυφός
2. άδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρυφός (< κρύπτω)].

Greek Monotonic

ἐπίκρῠφος: -ον, κρυφός, άδοξος, άσημος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκρῠφος:
1) скрытый, неведомый (οἶμος Pind.);
2) скрываемый, хранимый в тайне (πράξεις Plut.).

Middle Liddell

ἐπίκρῠφος, ον [from ἐπικρύπτω
unknown, inglorious, Plut.