ὄνησις
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
εως, Dor., etc. ὄνασις, ιος, ἡ, (ὀνίνημι) use, profit, advantage, Od.21.402; ὄ. τισί [ἐστί] τι S.Ant.616 (lyr.); ἐπ' ὄνασιν ἐμοί for a delight to me, Alc.46 (v.l. ἐπόνασιν); εἰς ὄ. ἀνθρώπων S.Aj.400 (lyr.); ὄνησιν ἔχειν bring advantage, E.Med.618, etc. : c. gen., enjoyment of a thing, profit or delight from it, A.Ag.350, E.Hec.1231; ὄνησιν ἔχειν τινός Pl.Sph.230d; ἀπὸ [τῶν βιβλίων] ὄ. ἕξεις POxy.531.12 (ii A. D.); ὄ. εὑρεῖν ἀπό τινος S.El.1061 (lyr.); οὐδέ σφιν ἀρχῆς τῆσδε . . ὄ. ἥξει Id.OC452; γένοιτό σοι τέκνων ὄ. Philem.156, cf. SIG526.40 (Itanos, iii B. C.); βίου ὄ. Herod.7.34; φέρειν ὄ. ἀστοῖς S.OC288; τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄ. ἥκει τῇ πατρίδι; D.18.242; φορᾶς ὄ., as etym. of φρόνησις, Pl.Cra.411d.
German (Pape)
[Seite 346] ἡ, das Nützen, der Vortheil, Genuß; Od. 21, 402; πολλῶν γὰρ ἐσθλῶν τὴν ὄνησιν εἱλόμην, Aesch. Ag. 341; φέρων ὄνησιν ἀστοῖς τοῖς δε, Soph. O. C. 289; οὔτε σφιν ἀρχῆς τῆσδε ὄνησις ἥξει, 453; Ai. 394; χρυσοῦ ὄνησις οἴχεται, Eur. Hec. 1231; κακοῦ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει, Med. 618, Nutzen haben, gewähren, vgl. Bacch. 473; ὄνησιν ἔχειν τινός, Nutzen von Etwas haben, Plat. Soph. 230 c; Dem. u. A.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
utilité, avantage, jouissance : ὄνησιν ἑλέσθαι τινός ESCHL jouir de qqn ou de qch ; εὑρεῖν ἀπό τινος SOPH retirer un profit de qqn ; abs. ὄνησιν ἔχειν EUR avoir un avantage en soi, càd procurer un profit ; ὄνησιν φέρειν DÉM rapporter un profit.
Étymologie: ὀνίνημι.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνησις: Δωρ. ὄνᾱσις, εως, ἡ, (ὀνίνημι) ὠφέλεια, κέρδος, χρησιμότης, ἀπόλαυσις, εὐτυχία, Ὀδ. Φ. 402· ὄν. ἐστί τι Σοφ. Ἀντ. 616· ἐπ’ ὄνασιν ἐμοί, πρὸς χαρὰν καὶ εὐτυχίαν μου, Ποιητὴς παρ’ Ἡφαιστ. σελ. 41· εἰς ὄν. ἀνθρώπων Σοφ. Αἴ. 400· ― μετὰ γενικῆς, ὄνησιν ἔχειν τινός, Εὐριπ. Μήδ. 618, κτλ.· ― ἀπόλαυσις πράγματός τινος, κέρδος ἢ χαρὰ ἐξ αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 350, Εὐρ. Ἑκ. 1231· ὄνησιν ἔχειν ἢ ὑπολαμβάνειν τινὸς Πλάτ. Σοφιστ. 230C, Κρατ. 411D· ὄν. εὑρεῖν ἀπό τινος Σοφ. Ἠλ. 1061· οὐδέ σφιν ἀρχῆς τῆσδ’ ... ὄνησις ἥξει ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 452· γένοιτό σοι τέκνων ὄν. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 64· φέρειν ὄν. τινι Σοφ. Ο. Κ. 288· τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄνησιν ἥκει τῇ πατρίδι; Δημ. 307. 27.
English (Autenrieth)
(ὀνίνημι): benefit, luck, prosperity, Od. 21.402†.
Greek Monotonic
ὄνησις: Δωρ. ὄνᾱσις, -εως, ἡ (ὀνίνημι), χρησιμότητα, ωφέλεια, πλεονέκτημα, απόλαυση, ευτυχία, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· με γεν. πράγμ., απόλαυση ενός αγαθού, ωφέλεια ή τέρψη απ' αυτό, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ὄνησιν εὑρεῖν ἀπό τινος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὄνησις: дор. ὄνᾱσις, εως ἡ польза, выгода, благо: ὄνησιν ἔχειν Eur. приносить пользу; ὄνησιν ἔχειν (или ὑπολαμβάνειν) τινός Plat. извлекать пользу из чего-л.; ὄνησιν εὑρεῖν ἀπό τινος Soph. найти помощь в ком-л.
Middle Liddell
ὄνησις, δοριξ ὄνᾱσις, εως, ὀνίνημι
use, profit, advantage, good luck, Od., Soph.:—c. gen. rei, enjoyment of a thing, profit or delight from it, Aesch., etc.; so, ὄν. εὑρεῖν ἀπό τινος Soph.