ὀζεία

From LSJ
Revision as of 11:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

German (Pape)

[Seite 295] ἡ, erkl. Hesych. θεραπεία, verwandt mit ἄοζος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀζεία: ἡ, = θεραπεία, Ἡσύχ. (Πιθ. συγγενὲς τῷ ἄοζος, ἀοζέω).