κακκεφαλῆς
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
German (Pape)
[Seite 1299] richtiger κὰκ κεφαλῆς, d. i. κατὰ κεφαλῆς.
Greek (Liddell-Scott)
κακκεφᾰλῆς: χείρων τύπος τοῦ κὰκ κεφαλῆς, ἴδε ἐν λ. κάκ.
French (Bailly abrégé)
ou mieux κὰκ κεφαλῆς;
v. κάκ.