ἄθηλυς
From LSJ
English (LSJ)
υ, = foreg., Plu.2.285c, Comp.Lyc.Num.3.
German (Pape)
[Seite 46] unweiblich, φυλακὴ περὶ τὰς παρθένους Plut. Lyc. et Num. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθηλυς: υ, = ὁ οὐχὶ γυναικώδης, Πλούτ. 2. 285C. ΙΙ. μὴ γυναικεῖος, ἀνοίκειος εἰς θῆλυ, ὁ αὐτ. Λυκούργ. κ. Νουμᾶ Σύγκρ. 3.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. εος;
1 non efféminé;
2 non féminin.
Étymologie: ἀ, θῆλυς.