λεχώιος

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533

Greek (Liddell-Scott)

λεχώιος: -ον, (λεχὼ) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λεχώ, λοετρὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1014· δῶρα λεχ., προσφερόμενα εἰς τὴν λεχώ, κατὰ τὸν τοκετὸν, Ἀνθ. Π. 7. 166· - Ρείης... λεχώιον, ὁ τόπος ἔνθα ἡ Ρέα ἐγέννησε τὸ ἑαυτῆς τέκνον, Καλλ. εἰς Δία. 14.

Greek Monolingual

λεχώϊος, -ον θηλ. και λεχωϊάς (Α)
βλ. λεχώος.