δημοτεύομαι
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
Pass.,
A to be a δημότης, ἠρόμην ὁπόθεν δημοτεύοιτο Lys.23.2, cf. Antipho Fr.65, D.57.49.
German (Pape)
[Seite 565] dep. med., zu einem Demos gehörent ὁπόθεν δημοτεύει Plat. Legg. VI, 753 c; Lys. 22, 2; B. A. 186 τὸ ἐγγράφεσθαι εἰς ἕνα τῶν δήμων; die Antwort ist z. B. Δεκελειόθεν. So Dem. – Sp. auch act.
Greek (Liddell-Scott)
δημοτεύομαι: παθ., εἶμαι δημότης, ἠρόμην ὁπόθε δημοτεύοιτο Λυσ. 166. 33 κἑξ., πρβλ. Δημ. 1314. 9. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τῶν φατριῶν τοῦ Ἱπποδρόμου, Βυζ.· πρβλ. δημοκρατέομαι ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
appartenir à un dème.
Étymologie: δημότης.