φηλόω

From LSJ
Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φηλόω Medium diacritics: φηλόω Low diacritics: φηλόω Capitals: ΦΗΛΟΩ
Transliteration A: phēlóō Transliteration B: phēloō Transliteration C: filoo Beta Code: fhlo/w

English (LSJ)

   A cheat, deceive, ἐφήλωσεν φρένας A.Ag.492; ἐπέεσσιν A.R.3.983; λώβαισι καὶ κλαυθμοῖσι Lyc.785, cf. Men.17:—Pass., γλώσσαις φηλούμενοι E.Supp.243.

German (Pape)

[Seite 1267] betrügen, täuschen; Aesch. Ag. 478 φῶς ἐφήλωσε φρένας; Eur. Suppl. 255; sp. D., wie Lycophr. 785 Ap. Rh. 3, 983; Mein. Men. p. 15.

Greek (Liddell-Scott)

φηλόω: ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, τερπνὸν τόδ’ ἐλθὼν φῶς ἐφήλωσεν φρένας Αἰσχύλ. Ἀγ. 492· γλώσσαις πονηρῶν προστατῶν φηλούμενοι Εὐρ. Ἱκ. 243· φηλώσας πρόμον, δηλ. ἀπατήσας τὸν ἄρχοντα, Λυκόφρ. 785, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 983, Μένανδρ. ἐν «Ἀλιεῦσιν» 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tromper, voler.
Étymologie: φηλός.

Greek Monotonic

φηλόω: μέλ. -ώσω, κοροϊδεύω, εξαπατώ, σε Αισχύλ. — Παθ., φηλούμενοι, σε Ευρ.