ὁμοιομερής
English (LSJ)
ές,
A having parts like each other and the whole, Arist.Cael.302b3, Metaph.984a14,988a28 (but also of the parts themselves, like each other or the whole, opp. ἀνομοιομερής, ὅσα διαιρεῖται εἰς ὁμοιομερῆ Id.HA486a6, cf. Cael.302b16, 25) ; μᾶλλον ὁ. τὰ φυτὰ τῶν ζῴων Thphr.CP5.2.1 ; ὁ. ὄγκοι Epicur. Ep.1p.13U. ; τὰ ὁ., οἷον ὕδωρ ἢ πῦρ ἢ χρυσόν Simp.in Ph.27.5, cf. Gal. 10.48,al.
German (Pape)
[Seite 335] ές, aus einander ähnlichen Theilen bestehend, Arist. physic. 1, 4 H. A. 1, 1 u. öfter, wie Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιομερής: -ές, ὁ ἐξ ὁμοίων μερῶν συνιστάμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 11· ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Ἀριστ., τὰ ὁμοιομερῆ, ἦσαν ἁπλαῖ οὐσίαι, δηλ. οὐσίαι ἀποτελούμεναι ἐξ ὁμοίων ἢ ὁμογενῶν μερῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀνομοιομερῆ, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3, π. Οὐρ. 3. 3, 4· ― τὸ οὐσιαστ. ὁμοιομέρειαι, αἱ, κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ Πλουτ. 2. 876C, Διογ. Λ. 2. 8· καὶ τὸ ἑνικὸν homoeomerīa, εἰς δήλωσιν τῆς θεωρίας τῶν ὁμοιομερῶν παρὰ Λουκρετ. 1. 830· ἴδε Grote Πλάτων 1. σ. 50.