συναποκομίζω
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
A carry away together, D.S.1.20, 3.15:— Pass., J.AJ14.4.5.
German (Pape)
[Seite 1002] mit od. zugleich weg- od. zurückbringen, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
συναποκομίζω: ἀποκομίζω ὁμοῦ, ἐπανελθόντα εἰς τὴν Αἴγυπτον συναπακομίσαι δῶρα πανταχόθεν τὰ κράτιστα Διόδ. 1. 20., 3. 15.