συνεκβάλλω

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκβάλλω Medium diacritics: συνεκβάλλω Low diacritics: συνεκβάλλω Capitals: ΣΥΝΕΚΒΑΛΛΩ
Transliteration A: synekbállō Transliteration B: synekballō Transliteration C: synekvallo Beta Code: sunekba/llw

English (LSJ)

   A cast out along with, τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας Hdt.3.108; τὸ πνεῦμα μετὰ τῶν φθόγγων Arist.Aud.804b9; of the effects of sneezing, Gal.2.883, Aët.6.97.    2 assist in casting out or expelling, X.HG3.2.13, 6.5.33; Περίανδρον τοῖς ἐπιθεμένοις Periander with the help of the other assailants, Arist.Pol.1304a32.    II intr. of a river, discharge itself together, Ael.NA14.23.

German (Pape)

[Seite 1012] (s. βάλλω), mit od. zugleich herauswerfen, vertreiben; Xen. Hell. 3, 2, 13. 6, 5, 33 u. Folgde; τινί τινα, Pol. 3, 49, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκβάλλω: ἐκβάλλω ὁμοῦ μετά τινος, τίκτουσα γὰρ (ἡ λέαινα) συνεκβάλλει τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας Ἡρόδ. 3. 108· Περίανδρον συνεκβαλὼν τοῖς ἐπιθεμένοις ὁ δῆμος, ἐκβαλὼν τὸν Περίανδρον ὁ δῆμος μετὰ τῶν ἄλλων τῶν ἐπιτεθέντων, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 9· δασεῖαί εἰσι τῶν φωνῶν ὅσαις ἔσωθεν τὸ πνεῦμα εὐθέως συνεκβάλλομεν μετὰ τῶν φθόγγων Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 70. 2) συνεργῶ εἰς ἐκβολὴν ἢ ἔξωσιν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 13., 6. 5, 33, Ἀριστ. Πολιτ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλλω, ἐκρέω, χύνομαι ὁμοῦ μετά τινος, Αἰλ. π. Ζ. 14, 23.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 chasser ou repousser ensemble : τινά τινι une personne avec une autre;
2 aider à repousser, à chasser;
II. intr. se jeter ensemble dans en parl. de fleuves.
Étymologie: σύν, ἐκβάλλω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἐκβάλλω
αποβάλλω κάτι συγχρόνως
νεοελλ.-αρχ.
(αμτβ.) (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι μαζί με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.)
αρχ.
εκδιώκω κάποιον μαζί ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῑν Ἀθήνηθεν», Ξεν.).