κεινός
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
German (Pape)
[Seite 1412] ion. u. p. = κενός; Il. 4, 181. 11, 118; Pind. Ol. 2, 71. 3, 48; Her. 7, 131. Auch Eur. I. T. 418 κεινᾷ δόξᾳ.
Greek (Liddell-Scott)
κεινός: -ή, -όν, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ κενός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
épq. et ion. c. κενός.
English (Autenrieth)
empty; met., vain, idle, εὔγματα, Od. 22.249.
see κενός.
English (Slater)
Greek Monolingual
κεινός, -ή, -όν (Α)
ιων. και ποιητ. τ. του κενός.
Greek Monotonic
κεινός: -ή, -όν, Ιων. και ποιητ. αντί κενός.