κάμ
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
Ep. and Lyr. shortd. form for κατά before μ, Il.11.172, etc.
German (Pape)
[Seite 1315] = κατά, vor μ, z. B. κὰμ μέν Od. 20, 2; Hes. O. 441; κὰμ μέσον Il. 11, 172.
Greek (Liddell-Scott)
κάμ: Ἐπικ. συντετμημ. τύπος τῆς κατὰ πρὸ τοῦ μ, ἴδε ἐν λ. καμμέν.
French (Bailly abrégé)
par apoc. et assimil. pour κατ(ά) devant un μ : κὰμ μέν OD, κὰμ μέσον IL.
English (Autenrieth)
see κατά.
Greek Monotonic
κάμ: Επικ. αντί κατά πριν από μ, όπως κὰμ μέν αντί κατὰ μέν, κὰμ μέσον αντί κατὰ μέσον, σε Όμηρ.