ποτιθύμιος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conforme au désir de, bienvenu de, τινι.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, θυμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) ο προσθύμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -θύμιος (< θυμός), πρβλ. κατα-θύμιος].