ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
δεδάασθαι: δέδαε, δεδάηκα, δεδαημένος, ἴδε ἐν λ. *δάω.
v. *δάω.
v. δαῆναι.
δεδάασθαι: Επικ. Μέσ. ενεστ. του *δάω· -δέδαα, παρακ.