μεράδι
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
(I)
το
μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρ-άδιον, υποκορ. του μοίρα με ανοιχτότερη προφορά του /i/ (μοιρ-) ως /e/ (μερ-), λόγω του ακολουθούντος -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο, ξηρός > ξερός κ.λπ.)].———————— (II)
το
κοινή ονομασία του φυτού Quercus lanuginosa, αλλ. αγριοβαλανιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημεράδι].