βωμοειδής

From LSJ
Revision as of 09:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμοειδής Medium diacritics: βωμοειδής Low diacritics: βωμοειδής Capitals: ΒΩΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: bōmoeidḗs Transliteration B: bōmoeidēs Transliteration C: vomoeidis Beta Code: bwmoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like an altar, Plu.Them.32.

German (Pape)

[Seite 469] ές, altarähnlich, Plut. Them. 32.

Greek (Liddell-Scott)

βωμοειδής: -ές, βωμῷ ὅμοιος, Πλούτ. Θεμιστ. 32.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à un autel.
Étymologie: βωμός, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές
parecido a un altar β. τάφος Plu.Them.32, βωμοειδεῖς σπεῖραι Gr.Nyss.Ep.25.13.

Greek Monolingual

βωμοειδής, -ές (Α)
1. όμοιος με βωμό
2. φρ. «βωμοειδής τάφος» — πέτρινος τάφος σε σχήμα βωμού.

Greek Monotonic

βωμοειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με βωμό, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

βωμοειδής: подобный алтарю (τάφος τοῦ Θεμιστοκλέους Plut.).