τεχνίον
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
τό, Dim. of
A τέχνη Pl.R.495d. 2 in bad sense, a low art, Diph.87.1, Antid.2.4, Polystr.p.17 W., Them.Or.21.246c.
German (Pape)
[Seite 1103] τό, dim. von τέχνη, Plat. Rep. VI, 495 d ῖτέχνιον ist falsch accentuirti; Diphil. bei Ath. II, 55 d, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ τέχνη, Πλάτ. Πολ. 495D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ποταπή, φαύλη τέχνη, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀντίδοτ. ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4.
Greek Monolingual
τὸ, Α τέχνη
1. υποκορ. του τέχνη
2. (με κακή σημ.) τέχνη σχετική με ποταπό αντικείμενο («οὐκ ἔστιν οὐδὲν τεχνίον ἐξωλέστερον τοῡ πορνοβοσκοῡ», Θεμίστ.).
Greek Monotonic
τεχνίον: τό, υποκορ. του τέχνη, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τεχνίον: τό ирон. маленькое искусство, занятьице Plat.