χειροδίκαιος
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
[ῐ], ον, = sq., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
χειροδίκαιος: -ον, = τῷ ἑπομ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο χειροδίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειροδίκ-ης + κατάλ. -αιος].