ἀπισόω
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
make equal, αὑτὸν ἀ. τοῖς κλιντῆρσιν, in reference to Procrustes, Plu.Thes. 11, cf. Luc.Pr.Im.13:—Pass., to be made equal, τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων to their value, Hdt.4.196, cf. Sch.Il.Oxy.1086i 22 (in form ἀφ-).
German (Pape)
[Seite 291] ausgleichen, Her. 4, 196 u. Sp., z. B. Luc. Pro Imag. 13 Plut. Thes. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπῐσόω: ἐξισῶ, καθιστῶ ἴσον, αὑτὸν ἀπ. τοῖς κλιντῆρσιν ἐν σχέσει πρὸς τὸν Προκρούστην. Πλουτ. Θησ. 11· πρβλ. Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκ. 13: ― Παθ., γίνομαι ἴσος, τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων, πρὸς τὴν ἀξίαν τῶν φορτίων, Ἡρόδ. 4. 196.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
égaler.
Étymologie: ἀπό, ἴσος.
Spanish (DGE)
• Grafía: tb. graf. ἀφ- POxy.1086.1.22
1 hacer del mismo tamaño, igualar ἀναγκάσας αὑτὸν ἀπισοῦν τοῖς κλιντῆρσιν Plu.Thes.11, cf. Luc.Pr.Im.13.
2 en v. pas. ser hecho igual, equivaler del oro τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων Hdt.4.196, cf. Sch.Er.Il.2.765 (p.165).
Greek Monotonic
ἀπῐσόω: μέλ. -ώσω, εξισώνω, καθιστώ κάτι ίσο με, τινά τινι, σε Πλούτ. — Παθ., γίνομαι ίσος, εξισώνομαι, τινί, με κάτι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπῐσόω: делать равным, уравнивать (τινά τινι Plut., Luc.): ἀπισοῦσθαί τινι τῇ ἀξίῃ Her. делаться равноценным чему-л.
Middle Liddell
to make equal, τινά τινι Plut.:—Pass. to be made equal, τινί to a thing, Hdt.