ἄθηλυς
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
υ, = ἀθήλυντος (not womanish), Plu. 2.285c, Comp. Lyc. Num. 3.
Spanish (DGE)
-υ
1 no femenino, poco femenino καλλωπισμός Plu.2.285c, ἡ περὶ τὰς παρθένους φυλακή Plu.Comp.Lyc.Num.3, πῆχυς Pamprepius 3.55.
2 que no tiene hembra, en cuya especie no existe hembra ζῷον ἄ. Ael.NA 10.15
•que carece de contrapartida femenina del primer eón valentinianto ἄθηλυ<ν> καὶ ἄζυγον καὶ μόνον τὸν Πατέρα νομίζουσιν εἶναι Hippol.Haer.6.29.3, cf. 4 (cf. ἀθήλυντος I 2).
3 que no ha dado de mamar ἠνίδε μαζοὺς ὄμφακας οἰδαίνοντας ἀθήλεας (= -έας?, cf. ἀθηλής) mira mis pechos, uvas hinchadas que no han dado de mamar Nonn.D.48.365.
German (Pape)
[Seite 46] unweiblich, φυλακὴ περὶ τὰς παρθένους Plut. Lyc. et Num. 3.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. εος;
1 non efféminé;
2 non féminin.
Étymologie: ἀ, θῆλυς.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθηλυς: υ, = ὁ οὐχὶ γυναικώδης, Πλούτ. 2. 285C. ΙΙ. μὴ γυναικεῖος, ἀνοίκειος εἰς θῆλυ, ὁ αὐτ. Λυκούργ. κ. Νουμᾶ Σύγκρ. 3.
Greek Monotonic
ἄθηλυς: -υ, ο μη γυναικείος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄθηλυς: 2, gen. εως не женский, лишенный женственности (καλλωπισμός Plut.).
Middle Liddell
unfeminine, Plut.