βωμοειδής
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ές, like an altar, Plu.Them.32.
Spanish (DGE)
-ές
parecido a un altar β. τάφος Plu.Them.32, βωμοειδεῖς σπεῖραι Gr.Nyss.Ep.25.13.
German (Pape)
[Seite 469] ές, altarähnlich, Plut. Them. 32.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à un autel.
Étymologie: βωμός, εἶδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βωμοειδής -ές βωμός, -ειδης] lijkend op een altaar.
Russian (Dvoretsky)
βωμοειδής: подобный алтарю (τάφος τοῦ Θεμιστοκλέους Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βωμοειδής: -ές, βωμῷ ὅμοιος, Πλούτ. Θεμιστ. 32.
Greek Monolingual
βωμοειδής, -ές (Α)
1. όμοιος με βωμό
2. φρ. «βωμοειδής τάφος» — πέτρινος τάφος σε σχήμα βωμού.
Greek Monotonic
βωμοειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με βωμό, σε Πλούτ.