ὀαριστής
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A familiar friend, Μίνως . . Διὸς μεγάλου ὀαριστής Od.19.179, cited by Pl.Min.319d ; Πυθαγόρην . . σεμνηγορίης ὀ. Timo57.
German (Pape)
[Seite 288] ὁ, der, mit dem man vertraulich umgeht u. sich unterhält, Genosse, Gesellschafter; Μίνως heißt Od. 19, 179 Διὸς μεγάλου ὀαριστής; Plat. Minos 319 d sagt ὀαριστὴς συνουσιαστής ἐστιν ἐν λόγοις. S. auch Timon bei Plut. Num. 8, Schwätzer.