ἐπεικτικός

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεικτικός Medium diacritics: ἐπεικτικός Low diacritics: επεικτικός Capitals: ΕΠΕΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epeiktikós Transliteration B: epeiktikos Transliteration C: epeiktikos Beta Code: e)peiktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A urgent, Sch.Il.11.165.

German (Pape)

[Seite 910] ή, όν, antreibend, eilig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεικτικός: -ή, -όν, σπευστικός. ― Ἐπίρρ. -κῶς, σπευστικῶς, σφοδρῶς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 165.

Greek Monolingual

ἐπεικτικός, -ή, -όν (Α)
επείγων, ταχύς. Enĺpp. ἐπεικτικῶς
επειγόντως, ταχέως, σφοδρώς.