μιτρηφόρος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ον,
A wearing a μίτρα, Hdt.7.62, Diog.Ath.1.1, Phoen.1.24, D.S.4.4.
German (Pape)
[Seite 193] = μιτροφόρος; Her. 7, 62; Diogen. Trag. bei Ath. XIV, 636 a; D. Sic. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
μιτρηφόρος: ἴδε μιτροφόρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte une mitra.
Étymologie: μίτρα, φέρω.
Greek Monolingual
μιτρηφόρος, ον (Α)
βλ. μιτροφόρος.