συλήτειρα

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡλήτειρα Medium diacritics: συλήτειρα Low diacritics: συλήτειρα Capitals: ΣΥΛΗΤΕΙΡΑ
Transliteration A: sylḗteira Transliteration B: sylēteira Transliteration C: syliteira Beta Code: sulh/teira

English (LSJ)

ἡ,

   A plunderer, δόρκα σ. ἀγρωστᾶν E.HF 377 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, fem. von συλητήρ, Eur. Herc. Fur. 377.

Greek (Liddell-Scott)

σῡλήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., ὥσπερ ἐξ ἀρσεν. συλητήρ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
f. de συλήτωρ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
αυτή που διαπράττει σύληση ξένων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα -τειρα (πρβλ. υμνή-τειρα)].