συλήτειρα
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ἡ,
A plunderer, δόρκα σ. ἀγρωστᾶν E.HF 377 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, fem. von συλητήρ, Eur. Herc. Fur. 377.
Greek (Liddell-Scott)
σῡλήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., ὥσπερ ἐξ ἀρσεν. συλητήρ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
f. de συλήτωρ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
αυτή που διαπράττει σύληση ξένων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα -τειρα (πρβλ. υμνή-τειρα)].