τρίβωμος
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A threefold or triangular altar, IG14.966.8 (Rome).
German (Pape)
[Seite 1141] ὁ, ein dreifacher od. dreieckiger Altar, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
τρίβωμος: ὁ, τριπλοῦς ἢ τριγωνικὸς βωμός, Συλλ. Ἐπιγραφ. 5980.
Greek Monolingual
ὁ, Α
τριπλός ή τριγωνικός βωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + βωμός.