πενθήρης

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθήρης Medium diacritics: πενθήρης Low diacritics: πενθήρης Capitals: ΠΕΝΘΗΡΗΣ
Transliteration A: penthḗrēs Transliteration B: penthērēs Transliteration C: penthiris Beta Code: penqh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A lamenting, mourning, E.Ph.323 codd., Tr.141 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 555] ες, klagend, trauernd, κουρᾷ ξυρήκει πενθήρει, Eur. Troad. 141, vgl. Phoen. 327.

Greek (Liddell-Scott)

πενθήρης: -ες, πλήρης πένθους, πενθῶν, ἐσχηματίσθη ὡς τὸ φρενήρης, κτλ., Εὐρ. Φοίν. 323, Τρῳ. 141.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de deuil, qui est dans le deuil.
Étymologie: πένθος, ἄρω.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
ο πλήρης πένθους, θρηνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. μον-ήρης)].

Greek Monotonic

πενθήρης: -ες (*ἄρω), πλήρης πένθους, γεμάτος θρήνο, πένθιμος, θρηνητικός, σε Ευρ.