ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
δεδάασθαι: δέδαε, δεδάηκα, δεδαημένος, ἴδε ἐν λ. *δάω.
v. *δάω.
v. δαῆναι.
δεδάασθαι: Επικ. Μέσ. ενεστ. του *δάω· -δέδαα, παρακ.