λύγδινος
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
η, ον,
A of white marble, βωμός Africa Italiana 1.325 (Cyrene, i B.C.), cf. AP6.209 (Antip. Thess.), Babr.30.1; λυγδίνη λίθος Philostr.Im. Prooem. 2 marble-white, λ. κώνια μαστῶν AP5.12 (Phld.); τράχηλος Anacreont.15.27.
German (Pape)
[Seite 67] von weißem Marmor, εἴδωλον, Antp. Sid. 24 (VI, 209); blendend weiß wie Marmor, τράχηλος, Anacr. 15, 25; λύγδινα κώνια μαστῶν, Philodem. 18 (V, 13).
Greek (Liddell-Scott)
λύγδῐνος: -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς μάρμαρον, λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· τράχηλος Ἀνακρεόντ. 15. 27.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de marbre blanc.
Étymologie: λύγδος.
Greek Monolingual
λύγδινος, -ίνη, -ον (Α) λυγδος
1. κατασκευασμένος από λευκό μάρμαρο, μαρμάρινος («λυγδίνη λίθος», Φιλόστρ.)
2. (για το σώμα) λευκός και στιλπνός σαν το επεξεργασμένο μάρμαρο, αστραφτερός («περὶ λυγδίνῳ τραχήλῳ χάριτες πέτοιντο πᾱσαι», Ανακρεόντ.).
Greek Monotonic
λύγδῐνος: -η, -ον,
1. από λευκό μάρμαρο, σε Βάβρ., Ανθ.
2. λευκός σαν μάρμαρο, σε Ανθ.