μιτρηφόρος

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιτρηφόρος Medium diacritics: μιτρηφόρος Low diacritics: μιτρηφόρος Capitals: ΜΙΤΡΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: mitrēphóros Transliteration B: mitrēphoros Transliteration C: mitriforos Beta Code: mitrhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A wearing a μίτρα, Hdt.7.62, Diog.Ath.1.1, Phoen.1.24, D.S.4.4.

German (Pape)

[Seite 193] = μιτροφόρος; Her. 7, 62; Diogen. Trag. bei Ath. XIV, 636 a; D. Sic. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μιτρηφόρος: ἴδε μιτροφόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une mitra.
Étymologie: μίτρα, φέρω.

Greek Monolingual

μιτρηφόρος, ον (Α)
βλ. μιτροφόρος.

Greek Monotonic

μιτρηφόρος: μιτροφόρος, -ον, αυτός που φοράει μίτρα ή τουρμπάνι, σε Ηρόδ.