κάμ

From LSJ
Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμ Medium diacritics: κάμ Low diacritics: καμ Capitals: ΚΑΜ
Transliteration A: kám Transliteration B: kam Transliteration C: kam Beta Code: ka/m

English (LSJ)

Ep. and Lyr. shortd. form for κατά before μ, Il.11.172, etc.

German (Pape)

[Seite 1315] = κατά, vor μ, z. B. κὰμ μέν Od. 20, 2; Hes. O. 441; κὰμ μέσον Il. 11, 172.

Greek (Liddell-Scott)

κάμ: Ἐπικ. συντετμημ. τύπος τῆς κατὰ πρὸ τοῦ μ, ἴδε ἐν λ. καμμέν.

French (Bailly abrégé)

par apoc. et assimil. pour κατ(ά) devant un μ : κὰμ μέν OD, κὰμ μέσον IL.

English (Autenrieth)

see κατά.

Greek Monotonic

κάμ: Επικ. αντί κατά πριν από μ, όπως κὰμ μέν αντί κατὰ μέν, κὰμ μέσον αντί κατὰ μέσον, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κάμ: эп. = κατά перед словом с начальным μ: κὰμ μέν Hom., Hes. = κατὰ μέν; κὰμ μέσον Hom. = κατὰ μέσον.