νομοδιδάκτης

From LSJ
Revision as of 09:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοδῐδάκτης Medium diacritics: νομοδιδάκτης Low diacritics: νομοδιδάκτης Capitals: ΝΟΜΟΔΙΔΑΚΤΗΣ
Transliteration A: nomodidáktēs Transliteration B: nomodidaktēs Transliteration C: nomodidaktis Beta Code: nomodida/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, = sq., Id.Cat.Ma.20, Artem.2.29.

Greek (Liddell-Scott)

νομοδιδάκτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 20.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui enseigne le droit.
Étymologie: νόμος, διδάσκω.

Greek Monolingual

νομοδιδάκτης, ὁ (Α)
νομοδιδάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + διδάσκω.

Greek Monotonic

νομοδῐδάκτης: -ου, ὁ, = το επόμ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νομοδῐδάκτης: ου ὁ обучающий законам, излагающий законы, правовед Plut.