Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Menander, Monostichoi, 171
Greek (Liddell-Scott)
δεδάασθαι: δέδαε, δεδάηκα, δεδαημένος, ἴδε ἐν λ. *δάω.
French (Bailly abrégé)
v. *δάω.
Spanish (DGE)
v. δαῆναι.
Greek Monotonic
δεδάασθαι: Επικ. Μέσ. ενεστ. του *δάω· -δέδαα, παρακ.
Russian (Dvoretsky)
δεδάασθαι: эп. inf. aor. или pf. med. к *δάω.