κατάνομαι
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
[ᾱ], Pass., (ἄνω)
A to be used up or wasted, πολλὰ κατάνεται Od.2.58; μέτρα κατανομένων ἐνιαυτῶν completed, Arat.464.
German (Pape)
[Seite 1366] fertig gemacht werden; τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται, es wird verzehrt, geht darauf, Od. 2, 58; κατανομένων ἐνιαυτῶν Arat. 464, mit der v. l. κατανυομένων. [Α des Verses wegen lang.]
Greek (Liddell-Scott)
κατάνομαι: Παθ., (ἄνω, ἀνύω), φθείρομαι, ἀναλίσκομαι, σπαταλῶμαι, πολλὰ κατάνεται Ὀδ. Β, 58., Ρ, 537· μέτρα κατανομένων ἐνιαυτῶν = κατανυομένων, συμπληρουμένων, Ἄρατ. 464.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être consommé, épuisé en parl. de biens.
Étymologie: cf. κατανύω.
English (Autenrieth)
(ἄνω): pass., be used up, wasted. (Od.)
Greek Monolingual
κατάνομαι (Α)
ξοδεύομαι ή καταδαπανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄνομαι (παθ. τ. του ἄνω [Ι] «τελειώνω»)].
Greek Monotonic
κατάνομαι: Παθ. (ἄνω), καταναλώνομαι, εξαντλούμαι ή φθείρομαι, σπαταλιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
κατάνομαι: (ᾱν) (только praes.) быть истребляемым, уничтожаться, гибнуть (τὰ πολλὰ κατάνεται Hom.).