ποτιθύμιος

From LSJ
Revision as of 02:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conforme au désir de, bienvenu de, τινι.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, θυμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) ο προσθύμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -θύμιος (< θυμός), πρβλ. κατα-θύμιος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτιθύμιος -ον [ποτί, θυμός] Dor., aangenaam. AP 6.288.3.

Russian (Dvoretsky)

ποτῐθύμιος: (ῡ) дор. = * προσθύμιος.