τεχναστός
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
ή, όν,
A made by art, Id.PA639b25, al.
German (Pape)
[Seite 1102] adj. verb. von τεχνάζω, durch Kunst od. List gemacht, Arist. partt. an. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
τεχναστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ διὰ τῆς τέχνης πεποιημένος, τεχνητός, ὥσπερ ἐν τοῖς τεχναστοῖς, οἷον οἰκίᾳ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1. 11.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τεχνάζω
ο κατασκευασμένος με τη χρησιμοποίηση τέχνης («ὥσπερ ἐν τοῑς τεχναστοῑς, oἷov οἰκίᾳ», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
τεχναστός: сотворенный руками, искусственный: τὰ ἐν γενέσει, ὥσπερ τὰ τεχναστά Arst. (все) естественное, равно как и искусственное.