καττάδε
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
German (Pape)
[Seite 1406] richtiger κὰτ τάδε, dor. = κατὰ τάδε, Thuc. 5, 77.
Russian (Dvoretsky)
καττάδε: (= κατὰ τάδε) таким образом, так Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καττάδε Dor. voor κατὰ τάδε.